- ακροδίκαιος
- ἀκροδίκαιος, -ον (AM)ο υπερβολικά δίκαιος, ακριβοδίκαιος*αρχ.αυτός που έχει βαθύτατη πίστη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙΙ) + δίκαιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκροδίκαιος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροδίκαιον — ἀκροδίκαιος masc/fem acc sg ἀκροδίκαιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροδίκαιοι — ἀκροδίκαιος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρο- — (I) Γλωσσ. α συνθετικό πλήθους συνθέτων τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας, προερχόμενο από το επίθ. ἄκρος* ή τους ουσιαστικοποιημένους τύπους τού επιθέτου ἄκρα, η και ἄκρον, το. Τα σύνθετα τής κατηγορίας αυτής (ακρο Ι) σημαίνουν γενικά «τον… … Dictionary of Greek
δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… … Dictionary of Greek